προσανατολισμός

προσανατολισμός
Πράξη και μέθοδος με τις οποίες επιδιώκεται κάθε φορά η ανεύρεση κατεύθυνσης αναφορικά με ένα ορισμένο σημείο, προκαθορισμένη θέση ή διεύθυνση. Ο π. αναζητείται και εφαρμόζεται σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη διάταξη κτιρίων, στην πλεύση σκαφών και αεροπλάνων, στη σύνταξη γεωγραφικών χαρτών, στην παροχή γεωμετρικών στοιχείων. Για τονπ. είναι ανάγκη να προσδιορίσουμε τα σημεία του ορίζοντα σε σχέση με τον παρατηρητή. Ο προσδιορισμός αυτός, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, είναι δυνατός με διάφορους τρόπους. Η μαγνητική βελόνα της πυξίδας μάς δείχνει πάντοτε τον μαγνητικό βορρά, ο οποίος λίγο απέχει από τον πραγματικό· για ακριβέστερο προσδιορισμό πρέπει να επιφέρουμε μία διόρθωση ανάλογη με τη μαγνητική απόκλιση του τόπου. Αν γνωρίζουμε την πραγματική θέση του βορρά, μπορούμε να χαράξουμε τη διεύθυνση του μεσημβρινού του τόπου. Η διεύθυνση της μεσημβρινής γραμμής, δηλαδή από βορρά προς νότο, μπορεί να βρεθεί, όταν γνωρίζουμε τον τυπικό χρόνο, από την κατεύθυνση της σκιάς που σχηματίζει το μεσημέρι μία κάθετη ράβδος. Η κάθετη προς τη γραμμή της σκιάς δίνει τη διεύθυνση της ημερήσιας κίνησης του Ήλιου από τα A προς τα Δ. Αν στρέψουμε το πρόσωπο προς τον βορρά, έχουμε δεξιά την ανατολή, αριστερά τη δύση και πίσω μας τον νότο. Τη νύχτα μπορούμε να προσδιορίσουμε τον βορρά με τον πολικό αστέρα, που απέχει μία μοίρα από τον βόρειο πόλο. Τον ακριβή προσδιορισμό του τοπικού μεσημβρινού μπορούμε να τον πετύχουμε με τον πολικό αστέρα, όταν συμπέσει να βρίσκεται στην ίδια ευθεία, κάθετα προς τον κύκλο της κίνησής του, με τους αστέρες ε Μεγάλης Άρκτου και γ Κασσιόπης. Όταν δεν είναι δυνατή η παρατήρηση των αστέρων ή όταν δεν διαθέτουμε πυξίδα, η διεύθυνση του μεσημβρινού του τόπου μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο εμπειρικό, ανάλογα με τις διάφορες όψεις που παίρνουν οι στύλοι, οι δοκοί και τα δένδρα στο άμεσο περιβάλλον. Στο βόρειο ημισφαίριο, για παράδειγμα, και προπάντων στα μέσα πλάτη, η επιφάνεια ενός στύλου ή ενός δένδρου, που είναι στραμμένη προς τον βορρά, φαίνεται περισσότερο σκοτεινή και συχνά καλύπτεται από βρύα· το αντίθετο, φυσικά, συμβαίνει στο άλλο ημισφαίριο. Πάνω, προσδιορισμός του βορρά με τη σκιά της ράβδου ΡΑ πάνω στο οριζόντιο επίπεδο π: Α, και A2 είναι οι σκιές του Α αντίστοιχες προς τις θέσεις S1 και S2 του Ήλιου πριν και μετά το μεσημέρι· Ν είναι ενδιάμεσο σημείο της χορδής Α1Α2 του τόξου του κύκλου που έχει κέντρο το P· PN είναι η διεύθυνση του βορρά. Δεξιά, προσανατολισμός με τον Πολικό αστέρα. Πυξίδα - αντίκα του Βρετανού εξερευνητή του 19ου αιώνα, Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσανατολίζω, η στροφή προς την ανατολή
2. ο καθορισμός μιας συγκεκριμένης ή τής σωστής θέσης ή πορείας ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου («ο προσανατολισμός μου είναι δύσκολος όταν έχει ομίχλη»)
3. (στην πολιτική) κατεύθυνση («στον χώρο τής πολιτικής αναζητούνται νέοι προσανατολισμοί»)
4. ο προσδιορισμός τής διεύθυνσης τού Βορρά σε έναν τόπο
5. βιολ. το σύνολο τών κινήσεων που προκαλούνται από την εξέλιξη διαφόρων εξωτερικών διεγερτικών παραγόντων, βιωτικών ή αβιωτικών, τού εξωτερικού περιβάλλοντος και ερμηνεύονται από μια κατευθυντήρια στατική ή δυναμική αντίδραση
6. (γεωδ. -τοπογρ. -φωτογραμμ.) ο προσδιορισμός τής προβολής τού μεσημβρινού επιπέδου πάνω στο οριζόντιο επίπεδο τής εργασίας, προβολής η οποία, στην πράξη, καθορίζει τη διεύθυνση Βορρά Νότου
7. (ψυχολ.) η τοποθέτηση ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου σε σχέση με ένα σύστημα αναφοράς και, κατ' επέκταση, η καθοδήγηση ή κατεύθυνση ενός προσώπου προς ένα αντικείμενο ή έναν καθορισμένο στόχο
8. μτφ. ενημέρωση
9. φρ. α) «σχολικός [ή επαγγελματικός] προσανατολισμός» — κλάδος τής εφαρμοσμένης ψυχολογίας που χρησιμοποιεί τις μεθόδους της, ταυτόχρονα όμως εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί τα πορίσματα και άλλων συναφών επιστημών, με σκοπό την παροχή επιστημονικής βοήθειας στο άτομο, ώστε αυτό να επιλέξει το επάγγελμα που ταιριάζει περισσότερο στις ικανότητες και στις κλίσεις του και, γενικότερα, στην προσωπικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσανατολίζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. orientation < orienter «προσανατολίζω» και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσανατολισμός — ο καθορισμός πορείας ή θέσης, κατεύθυνση, κατατοπισμός, ενημέρωση: Επαγγελματικός προσανατολισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Γκέρλαχ, Βάλτερ — Walther Gerlach, Μπίμπριχ 1889 – 1979). Γερμανός φυσικός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν διορίστηκε καθηγητής στη Φρανκφούρτη (1921), στο Τίμπινγκεν (1924) και μετά στο Μόναχο (1929). Έγραψε πολλές μελέτες σχετικά με την οπτική …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”